- νείφω
- νίφωpres subj act 1st sgνίφωpres ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νείφω — (Α) 1. (συν. ως απρόσ. και σπαν. ως προσ.) νείφει χιονίζει 2. μτφ. (μτβ.) ρίχνω κάτι σαν βροχή, σε μεγάλη ποσότητα («θεὸς νείφει τροφὰς ἀπ οὐρανοῡ» Φίλ.) 3. (και το μέσ. ως ενεργ.) νείφομαι χιονίζω, πέφτω σαν χιόνι («νιφάδος νειφομένας», Αισχύλ.) … Dictionary of Greek
κατανείφω — και κατανίφω (Α) 1. καλύπτω με χιόνι («εἰ μὴ κατενειψε χιόνι τήν Θρᾴκην», Αριστοφ.) 2. ρίχνω κάτι από ψηλά σαν χιόνι, πασπαλίζω («κατανίψων ἀπὸ γλώσσης ἅπαντάς», Λουκιαν.) 3. απρόσ. κατανείφει χιονίζει. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + νείφω «καλύπτω με… … Dictionary of Greek
υπονείφω — και ὑπονίφω Α 1. (κυρίως ως τριτοπρόσ.) ὑπονείφει και ὑπονίφει χιονίζει λίγο 2. φρ. «νὺξ ὑπονιφομένη» χιονισμένη νύχτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + νείφω «χιονίζω»] … Dictionary of Greek